- περιφορητός
- περιφόρητοςmasc/fem nom sgπεριφορητόςportablemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιφόρητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφορητός — ή, όν, Α [περιφορώ] 1. αυτός που μπορεί να περιφέρεται, που μπορεί να μετακινείται («οἰκήματα... περιφορητά», Στράβ.) 2. εκείνος τον οποίο μεταφέρουν ξαπλωμένο σε κλίνη, ο ξακουστός για την τρυφηλή ζωή του … Dictionary of Greek
περιφορητόν — περιφόρητος masc/fem acc sg περιφόρητος neut nom/voc/acc sg περιφορητός portable masc/fem acc sg περιφορητός portable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφορητοί — περιφόρητος masc/fem nom/voc pl περιφορητός portable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφορητά — περιφόρητος neut nom/voc/acc pl περιφορητός portable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφόρητον — περιφόρητος masc/fem acc sg περιφόρητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφόρητα — περιφόρητος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφόρητοι — περιφόρητος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AMBASCIA — recentioribus latinis idem, quod prius Ambactia vel Ambaxia, servitium vel opera mercede conducta; uti ascellam iidem pro axilla dixêre. In LL. Burgund. Quicumque asinum alienum extra Domini voluntatem praesumpferit aut per unum diem aut duos in… … Hofmann J. Lexicon universale
περιπόνηρος — ον, ΜΑ (ως λογοπαίγνιο στη λ. περιφόρητος) πολύ κακός άνθρωπος, άνθρωπος πολύ κακής διαθέσεως («ὁ περιπόνηρος Ἀρτέμων... ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν πατρὸς Τραγασαίου», Αριστοφ.). επίρρ... περιπονήρως Μ με περιπόνηρο τρόπο, με πολύ κακή διάθεση … Dictionary of Greek